- ἐξεσμένην
- ἐκ , εἰσ-μένωstaypres inf act (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυόεσσαν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εὖ ἐξεσμένην». [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός, μάλλον, τ. από το ρ. ξύω + κατάλ. όεσσα, θηλ. τής κατάλ. όεις] … Dictionary of Greek